Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
View word page
κακογένειος
with a poor beard

ShortDef

with a poor beard

Debugging

Headword:
κακογένειος
Headword (normalized):
κακογένειος
Headword (normalized/stripped):
κακογενειος
IDX:
44110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44111
Key:

Data

{'content': 'with a poor beard'}