Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
View word page
ἀμβλωθρίδιος
abortus inducing

ShortDef

abortus inducing

Debugging

Headword:
ἀμβλωθρίδιος
Headword (normalized):
ἀμβλωθρίδιος
Headword (normalized/stripped):
αμβλωθριδιος
IDX:
4410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4411
Key:

Data

{'content': 'abortus inducing'}