Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
View word page
κακόγαμβρος
for her wretched brother-in-law
ShortDef
for her wretched brother-in-law
Debugging
Headword:
κακόγαμβρος
Headword (normalized):
κακόγαμβρος
Headword (normalized/stripped):
κακογαμβρος
IDX:
44105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44106
Key:
Data
{'content': 'for her wretched brother-in-law'}