Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
View word page
κακόβουλος
ill-advised
ShortDef
ill-advised
Debugging
Headword:
κακόβουλος
Headword (normalized):
κακόβουλος
Headword (normalized/stripped):
κακοβουλος
IDX:
44104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44105
Key:
Data
{'content': 'ill-advised'}