Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
View word page
κακοβουλεύομαι
to be ill-advised

ShortDef

to be ill-advised

Debugging

Headword:
κακοβουλεύομαι
Headword (normalized):
κακοβουλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κακοβουλευομαι
IDX:
44102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44103
Key:

Data

{'content': 'to be ill-advised'}