Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
View word page
κακοβολέω
have unlucky throws

ShortDef

have unlucky throws

Debugging

Headword:
κακοβολέω
Headword (normalized):
κακοβολέω
Headword (normalized/stripped):
κακοβολεω
IDX:
44100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44101
Key:

Data

{'content': 'have unlucky throws'}