Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
View word page
κακοβλαστής
sprouting ill
ShortDef
sprouting ill
Debugging
Headword:
κακοβλαστής
Headword (normalized):
κακοβλαστής
Headword (normalized/stripped):
κακοβλαστης
IDX:
44098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44099
Key:
Data
{'content': 'sprouting ill'}