Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
View word page
κακοβλαστέω
sprout ill

ShortDef

sprout ill

Debugging

Headword:
κακοβλαστέω
Headword (normalized):
κακοβλαστέω
Headword (normalized/stripped):
κακοβλαστεω
IDX:
44097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44098
Key:

Data

{'content': 'sprout ill'}