Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
View word page
κακόβιος
living ill

ShortDef

living ill

Debugging

Headword:
κακόβιος
Headword (normalized):
κακόβιος
Headword (normalized/stripped):
κακοβιος
IDX:
44096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44097
Key:

Data

{'content': 'living ill'}