Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
View word page
κάκκη
ordure, dung

ShortDef

ordure, dung

Debugging

Headword:
κάκκη
Headword (normalized):
κάκκη
Headword (normalized/stripped):
κακκη
IDX:
44094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44095
Key:

Data

{'content': 'ordure, dung'}