Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
View word page
κακκανῆν
stir up, incite
ShortDef
stir up, incite
Debugging
Headword:
κακκανῆν
Headword (normalized):
κακκανῆν
Headword (normalized/stripped):
κακκανην
IDX:
44092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44093
Key:
Data
{'content': 'stir up, incite'}