Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
View word page
κακκαβίζω
cackle
ShortDef
cackle
Debugging
Headword:
κακκαβίζω
Headword (normalized):
κακκαβίζω
Headword (normalized/stripped):
κακκαβιζω
IDX:
44090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44091
Key:
Data
{'content': 'cackle'}