Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
View word page
κακκάβη
three-legged pot

ShortDef

three-legged pot
partridge

Debugging

Headword:
κακκάβη
Headword (normalized):
κακκάβη
Headword (normalized/stripped):
κακκαβη
IDX:
44088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44089
Key:

Data

{'content': 'three-legged pot'}