Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κάκκη
κακοανάστροφος
κακόβιος
κακοβλαστέω
View word page
κακίω
gush out

ShortDef

gush out

Debugging

Headword:
κακίω
Headword (normalized):
κακίω
Headword (normalized/stripped):
κακιω
IDX:
44087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44088
Key:

Data

{'content': 'gush out'}