Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
View word page
κακίζω
to abuse, reproach, accuse
ShortDef
to abuse, reproach, accuse
Debugging
Headword:
κακίζω
Headword (normalized):
κακίζω
Headword (normalized/stripped):
κακιζω
IDX:
44083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44084
Key:
Data
{'content': 'to abuse, reproach, accuse'}