Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
κακκανῆν
View word page
κακιζότεχνος
finding fault with one's scraftsmanship, meticulous
ShortDef
finding fault with one's scraftsmanship, meticulous
Debugging
Headword:
κακιζότεχνος
Headword (normalized):
κακιζότεχνος
Headword (normalized/stripped):
κακιζοτεχνος
IDX:
44082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44083
Key:
Data
{'content': "finding fault with one's scraftsmanship, meticulous"}