Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκαλία
View word page
κακίζομαι
play the coward

ShortDef

play the coward

Debugging

Headword:
κακίζομαι
Headword (normalized):
κακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κακιζομαι
IDX:
44081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44082
Key:

Data

{'content': 'play the coward'}