Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
κακκαβίζω
View word page
κακία
badness

ShortDef

badness

Debugging

Headword:
κακία
Headword (normalized):
κακία
Headword (normalized/stripped):
κακια
IDX:
44080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44081
Key:

Data

{'content': 'badness'}