Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
κακκάβη
κακκάβη2
View word page
κάκησις
taedium
ShortDef
taedium
Debugging
Headword:
κάκησις
Headword (normalized):
κάκησις
Headword (normalized/stripped):
κακησις
IDX:
44079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44080
Key:
Data
{'content': 'taedium'}