Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
View word page
ἀμβλυωπός
dim-sighted

ShortDef

dim-sighted

Debugging

Headword:
ἀμβλυωπός
Headword (normalized):
ἀμβλυωπός
Headword (normalized/stripped):
αμβλυωπος
IDX:
4407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4408
Key:

Data

{'content': 'dim-sighted'}