Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακεργέτης
κακέρως
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
κακίω
View word page
κακηπελέων
in evil plight
ShortDef
in evil plight
Debugging
Headword:
κακηπελέων
Headword (normalized):
κακηπελέων
Headword (normalized/stripped):
κακηπελεων
IDX:
44077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44078
Key:
Data
{'content': 'in evil plight'}