Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακεργασία
κακεργέτης
κακέρως
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
κακιστέος
View word page
κακηλόγος
evil-speaking

ShortDef

evil-speaking

Debugging

Headword:
κακηλόγος
Headword (normalized):
κακηλόγος
Headword (normalized/stripped):
κακηλογος
IDX:
44076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44077
Key:

Data

{'content': 'evil-speaking'}