Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακεπίθυμος
κακεργασία
κακεργέτης
κακέρως
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
κακίζω
κάκισις
κακιστέον
View word page
κακηγόρος
speaking ill, abusive, slanderous

ShortDef

speaking ill, abusive, slanderous

Debugging

Headword:
κακηγόρος
Headword (normalized):
κακηγόρος
Headword (normalized/stripped):
κακηγορος
IDX:
44075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44076
Key:

Data

{'content': 'speaking ill, abusive, slanderous'}