Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακέμφατος
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακεπίθυμος
κακεργασία
κακεργέτης
κακέρως
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
κακιζότεχνος
View word page
κακηγορέω
to speak ill of, abuse, slander

ShortDef

to speak ill of, abuse, slander

Debugging

Headword:
κακηγορέω
Headword (normalized):
κακηγορέω
Headword (normalized/stripped):
κακηγορεω
IDX:
44072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44073
Key:

Data

{'content': 'to speak ill of, abuse, slander'}