Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακελπιστέω
κακέμφατος
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακεπίθυμος
κακεργασία
κακεργέτης
κακέρως
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακίζομαι
View word page
κάκη
wickedness, vice
ShortDef
wickedness, vice
Debugging
Headword:
κάκη
Headword (normalized):
κάκη
Headword (normalized/stripped):
κακη
IDX:
44071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44072
Key:
Data
{'content': 'wickedness, vice'}