Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
View word page
ἀμβλυωπία
dim-sightedness
ShortDef
dim-sightedness
Debugging
Headword:
ἀμβλυωπία
Headword (normalized):
ἀμβλυωπία
Headword (normalized/stripped):
αμβλυωπια
IDX:
4406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4407
Key:
Data
{'content': 'dim-sightedness'}