Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακανθήεις
κάκεις
κακελκής
κακελπιστέω
κακέμφατος
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακεπίθυμος
κακεργασία
κακεργέτης
κακέρως
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
κακηλόγος
κακηπελέων
κακηπελία
View word page
κακέρως
fatally in love
ShortDef
fatally in love
Debugging
Headword:
κακέρως
Headword (normalized):
κακέρως
Headword (normalized/stripped):
κακερως
IDX:
44068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44069
Key:
Data
{'content': 'fatally in love'}