Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακάγορος
κακανδρία
κακανθέω
κακανθήεις
κάκεις
κακελκής
κακελπιστέω
κακέμφατος
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακεπίθυμος
κακεργασία
κακεργέτης
κακέρως
κακεστώ
κακέσχατος
κάκη
κακηγορέω
κακηγορία
κακήγορος
κακηγόρος
View word page
κακεπίθυμος
fatally fond

ShortDef

fatally fond

Debugging

Headword:
κακεπίθυμος
Headword (normalized):
κακεπίθυμος
Headword (normalized/stripped):
κακεπιθυμος
IDX:
44065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44066
Key:

Data

{'content': 'fatally fond'}