Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
View word page
ἀμβλυωπέω
to be dim-sighted
ShortDef
to be dim-sighted
Debugging
Headword:
ἀμβλυωπέω
Headword (normalized):
ἀμβλυωπέω
Headword (normalized/stripped):
αμβλυωπεω
IDX:
4404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4405
Key:
Data
{'content': 'to be dim-sighted'}