Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
View word page
ἀμβλυωγμός
dull

ShortDef

dull

Debugging

Headword:
ἀμβλυωγμός
Headword (normalized):
ἀμβλυωγμός
Headword (normalized/stripped):
αμβλυωγμος
IDX:
4403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4404
Key:

Data

{'content': 'dull'}