Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καιρικός
καιριολεκτέω
καίριος
καιροδαπιστής
καιρομανέω
καιροπτία
καῖρος
καιρός
καιροσέων
καιροσπάθητος
καιροτηρέω
καιρόφιλος
καιροφυλακέω
καιρόω
καίρωμα
καίρωσις
καιρωστρίς
Κάις
Καῖσαρ
Καισάρεια
Καισαρεύω
View word page
καιροτηρέω
observe the seasons

ShortDef

observe the seasons

Debugging

Headword:
καιροτηρέω
Headword (normalized):
καιροτηρέω
Headword (normalized/stripped):
καιροτηρεω
IDX:
44035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44036
Key:

Data

{'content': 'observe the seasons'}