Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
View word page
ἀμβλυχειλής
withrounded rim

ShortDef

withrounded rim

Debugging

Headword:
ἀμβλυχειλής
Headword (normalized):
ἀμβλυχειλής
Headword (normalized/stripped):
αμβλυχειλης
IDX:
4402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4403
Key:

Data

{'content': 'withrounded rim'}