Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
καίνυμι
καίνω
καίνωσις
καίπερ
καιρία
καιρικός
καιριολεκτέω
καίριος
καιροδαπιστής
καιρομανέω
καιροπτία
καῖρος
View word page
καίνω
to kill, slay
ShortDef
to kill, slay
Debugging
Headword:
καίνω
Headword (normalized):
καίνω
Headword (normalized/stripped):
καινω
IDX:
44021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44022
Key:
Data
{'content': 'to kill, slay'}