Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
καίνυμι
καίνω
καίνωσις
καίπερ
καιρία
καιρικός
καιριολεκτέω
καίριος
καιροδαπιστής
καιρομανέω
καιροπτία
View word page
καίνυμι
overcome

ShortDef

overcome

Debugging

Headword:
καίνυμι
Headword (normalized):
καίνυμι
Headword (normalized/stripped):
καινυμι
IDX:
44020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44021
Key:

Data

{'content': 'overcome'}