Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
View word page
ἀμβλύτης
bluntness

ShortDef

bluntness

Debugging

Headword:
ἀμβλύτης
Headword (normalized):
ἀμβλύτης
Headword (normalized/stripped):
αμβλυτης
IDX:
4401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4402
Key:

Data

{'content': 'bluntness'}