Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
καίνυμι
καίνω
καίνωσις
καίπερ
καιρία
καιρικός
καιριολεκτέω
καίριος
View word page
καινόω
to make new, innovate

ShortDef

to make new, innovate

Debugging

Headword:
καινόω
Headword (normalized):
καινόω
Headword (normalized/stripped):
καινοω
IDX:
44017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44018
Key:

Data

{'content': 'to make new, innovate'}