Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
καίνυμι
καίνω
καίνωσις
καίπερ
καιρία
View word page
καινοφωνέω
use new words

ShortDef

use new words

Debugging

Headword:
καινοφωνέω
Headword (normalized):
καινοφωνέω
Headword (normalized/stripped):
καινοφωνεω
IDX:
44014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44015
Key:

Data

{'content': 'use new words'}