Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
καίνυμι
καίνω
καίνωσις
καίπερ
View word page
καινόφιλος
often changing one's friends
ShortDef
often changing one's friends
Debugging
Headword:
καινόφιλος
Headword (normalized):
καινόφιλος
Headword (normalized/stripped):
καινοφιλος
IDX:
44013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44014
Key:
Data
{'content': "often changing one's friends"}