Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
καίνυμι
καίνω
View word page
καινουργός
producing changes

ShortDef

producing changes

Debugging

Headword:
καινουργός
Headword (normalized):
καινουργός
Headword (normalized/stripped):
καινουργος
IDX:
44011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44012
Key:

Data

{'content': 'producing changes'}