Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
καίνυμι
View word page
καινούργιος
newly made
ShortDef
newly made
Debugging
Headword:
καινούργιος
Headword (normalized):
καινούργιος
Headword (normalized/stripped):
καινουργιος
IDX:
44010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44011
Key:
Data
{'content': 'newly made'}