Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
καίνυμαι
View word page
καινουργία
innovation
ShortDef
innovation
Debugging
Headword:
καινουργία
Headword (normalized):
καινουργία
Headword (normalized/stripped):
καινουργια
IDX:
44009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44010
Key:
Data
{'content': 'innovation'}