Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
καίνύκε
View word page
καινούργησις
new manufacture

ShortDef

new manufacture

Debugging

Headword:
καινούργησις
Headword (normalized):
καινούργησις
Headword (normalized/stripped):
καινουργησις
IDX:
44008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44009
Key:

Data

{'content': 'new manufacture'}