Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
καινόω
View word page
καινουργής
newly made
ShortDef
newly made
Debugging
Headword:
καινουργής
Headword (normalized):
καινουργής
Headword (normalized/stripped):
καινουργης
IDX:
44007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44008
Key:
Data
{'content': 'newly made'}