Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
View word page
καινουργέω
to begin something new

ShortDef

to begin something new

Debugging

Headword:
καινουργέω
Headword (normalized):
καινουργέω
Headword (normalized/stripped):
καινουργεω
IDX:
44006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44007
Key:

Data

{'content': 'to begin something new'}