Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
View word page
καινότροπος
new-fashioned, unusual

ShortDef

new-fashioned, unusual

Debugging

Headword:
καινότροπος
Headword (normalized):
καινότροπος
Headword (normalized/stripped):
καινοτροπος
IDX:
44005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44006
Key:

Data

{'content': 'new-fashioned, unusual'}