Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
View word page
καινοτόμος
innovating
ShortDef
innovating
Debugging
Headword:
καινοτόμος
Headword (normalized):
καινοτόμος
Headword (normalized/stripped):
καινοτομος
IDX:
44003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44004
Key:
Data
{'content': 'innovating'}