Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργός
καινοφανής
View word page
καινοτομία
innovation
ShortDef
innovation
Debugging
Headword:
καινοτομία
Headword (normalized):
καινοτομία
Headword (normalized/stripped):
καινοτομια
IDX:
44002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44003
Key:
Data
{'content': 'innovation'}