Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
View word page
καινοτόμημα
innovation, new form

ShortDef

innovation, new form

Debugging

Headword:
καινοτόμημα
Headword (normalized):
καινοτόμημα
Headword (normalized/stripped):
καινοτομημα
IDX:
44000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44001
Key:

Data

{'content': 'innovation, new form'}