Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
View word page
καινοτομέω
to open a new vein (in mining); to innovate

ShortDef

to open a new vein (in mining); to innovate

Debugging

Headword:
καινοτομέω
Headword (normalized):
καινοτομέω
Headword (normalized/stripped):
καινοτομεω
IDX:
43999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44000
Key:

Data

{'content': 'to open a new vein (in mining); to innovate'}