Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλίσκω
ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
View word page
ἀμβλυόχρους
faint
ShortDef
faint
Debugging
Headword:
ἀμβλυόχρους
Headword (normalized):
ἀμβλυόχρους
Headword (normalized/stripped):
αμβλυοχρους
IDX:
4399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4400
Key:
Data
{'content': 'faint'}